σοκολατούχος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σοκολατούχ
ος
η
σοκολατούχ
α
το
σοκολατούχ
ο
γενική
του
σοκολατούχ
ου
της
σοκολατούχ
ας
του
σοκολατούχ
ου
αιτιατική
τον
σοκολατούχ
ο
τη
σοκολατούχ
α
το
σοκολατούχ
ο
κλητική
σοκολατούχ
ε
σοκολατούχ
α
σοκολατούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σοκολατούχ
οι
οι
σοκολατούχ
ες
τα
σοκολατούχ
α
γενική
των
σοκολατούχ
ων
των
σοκολατούχ
ων
των
σοκολατούχ
ων
αιτιατική
τους
σοκολατούχ
ους
τις
σοκολατούχ
ες
τα
σοκολατούχ
α
κλητική
σοκολατούχ
οι
σοκολατούχ
ες
σοκολατούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σοκολατούχος
<
σοκολάτα
+
-ούχος
( <
έχω
)
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
σοκολατούχος, -α, -ο
που περιέχει
σοκολάτα
σοκολατούχο
ρόφημα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
σοκολατούχος
αγγλικά
:
chocolate
(en)
γαλλικά
:
chocolaté
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ούχος (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες