σουξεδιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σουξεδιάρης | η | σουξεδιάρα | το | σουξεδιάρικο |
γενική | του | σουξεδιάρη | της | σουξεδιάρας | του | σουξεδιάρικου |
αιτιατική | τον | σουξεδιάρη | τη | σουξεδιάρα | το | σουξεδιάρικο |
κλητική | σουξεδιάρη | σουξεδιάρα | σουξεδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σουξεδιάρηδες | οι | σουξεδιάρες | τα | σουξεδιάρικα |
γενική | των | σουξεδιάρηδων | — | των | σουξεδιάρικων | |
αιτιατική | τους | σουξεδιάρηδες | τις | σουξεδιάρες | τα | σουξεδιάρικα |
κλητική | σουξεδιάρηδες | σουξεδιάρες | σουξεδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σουξεδιάρης, -α, -ικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουξέ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουξεδιάρης
|