σπερματοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερματοκτόνος < σπέρματ(ος) + -ο- + -κτόνος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπερματοκτόνος, -ος/-α, -ο
- που σκοτώνει τα σπερματοζωάρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματοκτόνος