σταλακτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σταλακτός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλακτικός η σταλακτική το σταλακτικό
      γενική του σταλακτικού της σταλακτικής του σταλακτικού
    αιτιατική τον σταλακτικό τη σταλακτική το σταλακτικό
     κλητική σταλακτικέ σταλακτική σταλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλακτικοί οι σταλακτικές τα σταλακτικά
      γενική των σταλακτικών των σταλακτικών των σταλακτικών
    αιτιατική τους σταλακτικούς τις σταλακτικές τα σταλακτικά
     κλητική σταλακτικοί σταλακτικές σταλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταλακτικός < (ελληνιστική κοινήσταλακτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σταλακτικός

  1. που πέφτει σε στάλες
    Άλλες μορφές σταλακτός
  2. που έχει σχέση με σταλακτίτες ή αναφέρεται σ’ αυτούς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]