στασιμοπληθωρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στασιμοπληθωρισμός < στάσιμος + πληθωρισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στασιμοπληθωρισμός αρσενικό
- (οικονομικός όρος) είναι το φαινόμενο που διαρκεί για μιά παροδική ή χρόνια περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός και η ανεργία (ταυτόχρονα) δε δείχνουν σημάδια υποχώρησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στασιμοπληθωρισμός