σταυροδοσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυροδοσία θηλυκό
- (πολιτική) η επιλογή και κατάδειξη του επιθυμητού υποψηφίου σε εκλογική αναμέτρηση με σταυρό προτίμησης
- Με τις ψήφους των κομμάτων της συγκυβέρνησης ενέκρινε χτες η ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών, με το οποίο καθορίζεται ότι η εκλογή των ευρωβουλευτών θα γίνεται με σταυροδοσία και όχι με λίστα, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, ενώ προβλέπονται ρυθμίσεις που τροποποιούν συνολικά τον τρόπο διεξαγωγής των ευρωεκλογών. Το νομοσχέδιο προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι ψηφοφόροι θα σταυροδοτήσουν έως 4 υποψήφιους. (*)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σταυροδοτώ
- → δείτε τις λέξεις σταυρός και δίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυροδοσία
|