στιχηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στιχηρός | η | στιχηρή | το | στιχηρό |
γενική | του | στιχηρού | της | στιχηρής | του | στιχηρού |
αιτιατική | τον | στιχηρό | τη | στιχηρή | το | στιχηρό |
κλητική | στιχηρέ | στιχηρή | στιχηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στιχηροί | οι | στιχηρές | τα | στιχηρά |
γενική | των | στιχηρών | των | στιχηρών | των | στιχηρών |
αιτιατική | τους | στιχηρούς | τις | στιχηρές | τα | στιχηρά |
κλητική | στιχηροί | στιχηρές | στιχηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιχηρός < ελληνιστική κοινή στιχηρός[1] < αρχαία ελληνική στίχος
Επίθετο
[επεξεργασία]στιχηρός, -ή, -ό
- (αρχαιοπρεπές) που έχει σχέση με στίχους, αναφέρεται σ’ αυτούς ή αποτελείται από στίχους
- (ουσιαστικοποιημένο) στιχηρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στίχος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιχηρός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- στιχηρός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στιχηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.