στοιχειό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στοιχειό | τα | στοιχειά |
γενική | του | στοιχειού | των | στοιχειών |
αιτιατική | το | στοιχειό | τα | στοιχειά |
κλητική | στοιχειό | στοιχειά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοιχειό < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον (παρόμοια σημασία) < μεσαιωνική ελληνική στοιχεῖον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στοιχειό ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στοιχειωμένος
- στοιχειώνω
- → δείτε τη λέξη στοιχείο