συρματένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συρματένιος | η | συρματένια | το | συρματένιο |
γενική | του | συρματένιου | της | συρματένιας | του | συρματένιου |
αιτιατική | τον | συρματένιο | τη | συρματένια | το | συρματένιο |
κλητική | συρματένιε | συρματένια | συρματένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συρματένιοι | οι | συρματένιες | τα | συρματένια |
γενική | των | συρματένιων | των | συρματένιων | των | συρματένιων |
αιτιατική | τους | συρματένιους | τις | συρματένιες | τα | συρματένια |
κλητική | συρματένιοι | συρματένιες | συρματένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρματένιος < σύρμα, συρματ- + -ένιος, → δείτε μεσαιωνική ελληνική συρματέινος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɾ.maˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μα‐τέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
συρματένιος, -α, -ο
- συνώνυμο του συρμάτινος}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρματένιος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συρματένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)