σφύζων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφύζων & σφύζοντας |
η | σφύζουσα | το | σφύζον |
γενική | του | σφύζοντος & σφύζοντα |
της | σφύζουσας & σφυζούσης* |
του | σφύζοντος |
αιτιατική | τον | σφύζοντα | τη | σφύζουσα | το | σφύζον |
κλητική | σφύζων & σφύζοντα |
σφύζουσα | σφύζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφύζοντες | οι | σφύζουσες | τα | σφύζοντα |
γενική | των | σφυζόντων | των | σφυζουσών | των | σφυζόντων |
αιτιατική | τους | σφύζοντες | τις | σφύζουσες | τα | σφύζοντα |
κλητική | σφύζοντες | σφύζουσες | σφύζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφύζων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφύζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σφύζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σφύζων, -ουσα, -ον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)