ταχογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχογραφικός η ταχογραφική το ταχογραφικό
      γενική του ταχογραφικού της ταχογραφικής του ταχογραφικού
    αιτιατική τον ταχογραφικό την ταχογραφική το ταχογραφικό
     κλητική ταχογραφικέ ταχογραφική ταχογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχογραφικοί οι ταχογραφικές τα ταχογραφικά
      γενική των ταχογραφικών των ταχογραφικών των ταχογραφικών
    αιτιατική τους ταχογραφικούς τις ταχογραφικές τα ταχογραφικά
     κλητική ταχογραφικοί ταχογραφικές ταχογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχογραφικός < ταχογράφος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχογραφικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]