ταχύγλωσσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχύγλωσσος < ελληνιστική κοινή ταχύγλωσσος < αρχαία ελληνική ταχύς + γλώσσα
Επίθετο[επεξεργασία]
ταχύγλωσσος, -η, -ο
- που μιλά πάρα πολύ γρήγορα, που πάσχει από ταχυγλωσσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ταχυγλωσσία
- → δείτε τις λέξεις ταχύς και γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχύγλωσσος
|