τζόγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τζογιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζόγια οι τζόγιες
      γενική της τζόγιας
    αιτιατική την τζόγια τις τζόγιες
     κλητική τζόγια τζόγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζόγια < (άμεσο δάνειο) βενετική zogia < ιταλική gioia (χαρά) < παλαιά γαλλικά joie < υστερολατινική gaudia < λατινική gaudium < gaudeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gau- (χαίρομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζόγια θηλυκό

  1. χαρά
  2. (κατ’ επέκταση) χάρμα οφθαλμών
  3. (προσφώνηση) οικεία προσφώνηση προσφιλούς προσώπου
  4. (λαογραφία) στεφάνι που δίνεται ως γαμήλιο δώρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]