τηλέμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλέμετρο < τηλε- + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική télémètre[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική telemeter[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλέμετρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) όργανο, που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα, τοπογραφία κ.λπ., και με το οποίο μετρούμε (μεγάλες) αποστάσεις με διάφορες μεθόδους (ραδιοηλεκτρικές, ακουστικές κ.λπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τηλεμετρικός
- → δείτε τις λέξεις τηλεμετρία, τηλε- και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 τηλέμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ τηλέμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τηλε- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)