τηλεμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεμετρικός < τηλεμετρία + -ικός
- τηλεμετρικός < τηλέμετρο + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τηλεμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την τηλεμετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με το τηλέμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις τηλεμετρία και τηλέμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχετικός με την τηλεμετρία
σχετικός με το τηλέμετρο
|