τιμώμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμώμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τιμώμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
τιμώμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος τιμώ/τιμάω
- εκείνος που τον τιμούν
- ↪ το τιμώμενο πρόσωπο - ο τιμώμενος προσκεκλημένος
- (παρωχημένο) εκείνος που τιμάται ως προϊόν
- ↪ τιμώμενο 50 δραχμές
- εκείνος που τον τιμούν
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη τιμή |
Σύνθετα[επεξεργασία] |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιμώμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
τιμώμενος, -η, -ον
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)