τοκοχρεωλυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοκοχρεωλυτικός < τοκοχρεωλύσιο + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τοκοχρεωλυτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τοκοχρεωλυτικώς
- → δείτε τις λέξεις τόκος, χρεολύσιο, χρέος και λύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοκοχρεωλυτικός
|