τοξύλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοξύλιο τα τοξύλια
      γενική του τοξύλιου
τοξυλίου
των τοξύλιων
τοξυλίων
    αιτιατική το τοξύλιο τα τοξύλια
     κλητική τοξύλιο τοξύλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοξύλιο < τόξο + -ύλιο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /toˈksi.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐ξύ‐λι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοξύλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]