τοξύλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοξύλιο | τα | τοξύλια |
γενική | του | τοξύλιου & τοξυλίου |
των | τοξύλιων & τοξυλίων |
αιτιατική | το | τοξύλιο | τα | τοξύλια |
κλητική | τοξύλιο | τοξύλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /toˈksi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐ξύ‐λι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοξύλιο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) μικρό τόξο (τοξοειδής καμπύλη κατασκευή) κάτω από γείσο
- ※ Ο φάρος του Ματαπά κατασκευάστηκε από Γάλλους το 1882 σε ύψος 25 μέτρων από τη θάλασσα και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1887 από την Υπηρεσία Φάρων. Στην όψη του ξεχωρίζουν οι καλοπελεκημένοι γωνιόλιθοι και το χαρακτηριστικό γείσο που στηρίζεται σε τοξύλια.
- Αντώνης Ιορδάνογλου, Στο ακρωτήριο Ταίναρο, Η Καθημερινή, 8 Οκτωβρίου 2021
- ※ Ο φάρος του Ματαπά κατασκευάστηκε από Γάλλους το 1882 σε ύψος 25 μέτρων από τη θάλασσα και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1887 από την Υπηρεσία Φάρων. Στην όψη του ξεχωρίζουν οι καλοπελεκημένοι γωνιόλιθοι και το χαρακτηριστικό γείσο που στηρίζεται σε τοξύλια.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοξύλιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ύλιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)