τουρλωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουρλωτός η τουρλωτή το τουρλωτό
      γενική του τουρλωτού της τουρλωτής του τουρλωτού
    αιτιατική τον τουρλωτό την τουρλωτή το τουρλωτό
     κλητική τουρλωτέ τουρλωτή τουρλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουρλωτοί οι τουρλωτές τα τουρλωτά
      γενική των τουρλωτών των τουρλωτών των τουρλωτών
    αιτιατική τους τουρλωτούς τις τουρλωτές τα τουρλωτά
     κλητική τουρλωτοί τουρλωτές τουρλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τουρλωτός < μεσαιωνική ελληνική τρουλωτός[1] / τρουλλωτός[1] [2] [3] < τροῦλος / τροῦλλος < λατινική trulla (κουτάλα, μικρό αγγείο) < trua +‎ -ella

Επίθετο

[επεξεργασία]

τουρλωτός, -ή, -ό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 τρουλωτός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. τουρλωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. τουρλωτόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)