τραγανόχειλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τραγανόχειλος[1]
- (οικείο) που έχει τραγανά / ποθητά / όμορφα χείλη
- (ουσιαστικοποιημένο) τραγανόχειλη / τραγανοχείλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγανόχειλος
|
- ↑ τραγανόχειλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)