τρικάμερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρικάμερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρικάμερος < τρι- + κάμερα < ιταλική camera < λατινική camera (obscura) < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρικάμερο ουδέτερο
- (νεολογισμός) για κινητό ή άλλη συσκευή που έχει τρεις κάμερες για φωτογράφιση ή λήψη βίντεο
- (νεολογισμός) τεχνική γυρίσματος, λήψης με τρεις κάμερες
- «Το μονοκάμερο είναι η πλέον κινηματογραφική τεχνική, ενώ το τρικάμερο είναι διαδεδομένο σε τηλεοπτικές εκπομπές και σειρές» (Γιώργος Κόκουβας[1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Multiple-camera-setup στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικάμερο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Γιώργος Κόκουβας, Λεξικό για το γύρισμα, @reel.gr. 2014.03.05. πρόσβαση:2019.02.26.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)