τρικάμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τρικάμερος, -η, -ο
- (νεολογισμός) για κινητό ή άλλη συσκευή που έχει τρεις κάμερες για φωτογράφιση ή λήψη βίντεο
- (ουσιαστικοποιημένο) τρικάμερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικάμερος
|