υαλόφρακτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υαλόφρακτος η υαλόφρακτη το υαλόφρακτο
      γενική του υαλόφρακτου της υαλόφρακτης του υαλόφρακτου
    αιτιατική τον υαλόφρακτο την υαλόφρακτη το υαλόφρακτο
     κλητική υαλόφρακτε υαλόφρακτη υαλόφρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υαλόφρακτοι οι υαλόφρακτες τα υαλόφρακτα
      γενική των υαλόφρακτων των υαλόφρακτων των υαλόφρακτων
    αιτιατική τους υαλόφρακτους τις υαλόφρακτες τα υαλόφρακτα
     κλητική υαλόφρακτοι υαλόφρακτες υαλόφρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υαλόφρακτος < ύαλος + -ο- + φράσσω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

υαλόφρακτος, -η, -ο

  1. που περιβάλλεται ή καλύπτεται από υαλοπίνακες, από τζάμια
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υαλόφρακτο: τζαμαρία, τζαμωτό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]