υδροπνευματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδροπνευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydropneumatique
Επίθετο[επεξεργασία]
υδροπνευματικός, -ή, -ό
- που λειτουργεί χάρη στο νερό και ένα πεπιεσμένο αέριο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροπνευματικός