υποτροπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποτροπικός (1) < αρχαία ελληνική ὑποτροπικός < ὑπότροπος < ὑπό + τρόπος
- υποτροπικός (2,3) < υπο- + τροπικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική subtropical)
Επίθετο[επεξεργασία]
υποτροπικός, -ή, -ό
- που υποτροπιάζει, που έχει σχέση με την υποτροπή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που βρίσκεται κοντά στους τροπικούς (του Αιγόκερω και του Καρκίνου), όχι όμως από την πλευρά του ισημερινού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποτροπικός
|