φαβιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φαβιανός | η | φαβιανή | το | φαβιανό |
γενική | του | φαβιανού | της | φαβιανής | του | φαβιανού |
αιτιατική | τον | φαβιανό | τη | φαβιανή | το | φαβιανό |
κλητική | φαβιανέ | φαβιανή | φαβιανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φαβιανοί | οι | φαβιανές | τα | φαβιανά |
γενική | των | φαβιανών | των | φαβιανών | των | φαβιανών |
αιτιατική | τους | φαβιανούς | τις | φαβιανές | τα | φαβιανά |
κλητική | φαβιανοί | φαβιανές | φαβιανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαβιανός < φαβιανισμός
Επίθετο[επεξεργασία]
φαβιανός
- συντηρητικός σοσιαλιστής, οπαδός του φαβιανισμού, βρετανικού κινήματος του 19ου αιώνα με σοσιαλιστικές τάσεις που πήρε το όνομά του από Ρωμαίο στρατιωτικό ο οποίος δεν υποστήριζε την κατά μέτωπο επίθεση, αλλά την τακτική της φθοράς του αντιπάλου
Συγγενικά[επεξεργασία]