φερώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φερώνυμος < αρχαία ελληνική φερώνυμος< φέρω +ὄνυμα < ὂνομα
Επίθετο[επεξεργασία]
φερώνυμος
- αυτός που φέρει το ίδιο όνομα
- φερωνυμία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φερώνυμος
|