φθόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φθόνος οι φθόνοι
      γενική του φθόνου των φθόνων
    αιτιατική τον φθόνο τους φθόνους
     κλητική φθόνε φθόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθόνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfθo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φθό‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθόνος αρσενικό

  • η δυσαρέσκεια και η λύπη για τα αγαθά ή την ευτυχία των άλλων
     συνώνυμα: ζήλια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φθόνος οἱ φθόνοι
      γενική τοῦ φθόνου τῶν φθόνων
      δοτική τῷ φθόν τοῖς φθόνοις
    αιτιατική τὸν φθόνον τοὺς φθόνους
     κλητική ! φθόνε φθόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φθόνω
γεν-δοτ τοῖν  φθόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθόνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φθόνος, -ου αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]