φουσκάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκάλα οι φουσκάλες
      γενική της φουσκάλας των φουσκαλών
    αιτιατική τη φουσκάλα τις φουσκάλες
     κλητική φουσκάλα φουσκάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φουσκάλα γεμάτη υγρό.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουσκάλα < φούσκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουσκάλα θηλυκό

  • κύστη στο δέρμα, γεμάτη πυώδες υγρό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]