φυγόκοσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυγόκοσμος η φυγόκοσμη το φυγόκοσμο
      γενική του φυγόκοσμου της φυγόκοσμης του φυγόκοσμου
    αιτιατική τον φυγόκοσμο τη φυγόκοσμη το φυγόκοσμο
     κλητική φυγόκοσμε φυγόκοσμη φυγόκοσμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυγόκοσμοι οι φυγόκοσμες τα φυγόκοσμα
      γενική των φυγόκοσμων των φυγόκοσμων των φυγόκοσμων
    αιτιατική τους φυγόκοσμους τις φυγόκοσμες τα φυγόκοσμα
     κλητική φυγόκοσμοι φυγόκοσμες φυγόκοσμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυγόκοσμος < φεύγω (έφυγα) + -ο- + κόσμος

Επίθετο[επεξεργασία]

φυγόκοσμος, -η, -ο

  • που αποφεύγει τον κόσμο
    Έτσι, το πρόσωπο που εμφανίζεται ξανά και ξανά είναι η παραλλαγή ή η πολλαπλή εκδοχή της μιας και μόνης περσόνας του φυγόκοσμου, ο οποίος ανακαλύπτει διαρκώς στο έξω περιβάλλον, στα ετοιμόρροπα σπίτια, στα κακοφωτισμένα στενά, στις ρυπαρές γωνίες, την προέκταση του ερημικού μέσα του. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυγόκοσμος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]