φυγόκοσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυγόκοσμος, -η, -ο
- που αποφεύγει τον κόσμο
- Έτσι, το πρόσωπο που εμφανίζεται ξανά και ξανά είναι η παραλλαγή ή η πολλαπλή εκδοχή της μιας και μόνης περσόνας του φυγόκοσμου, ο οποίος ανακαλύπτει διαρκώς στο έξω περιβάλλον, στα ετοιμόρροπα σπίτια, στα κακοφωτισμένα στενά, στις ρυπαρές γωνίες, την προέκταση του ερημικού μέσα του. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυγόκοσμος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυγόκοσμος
|