φυτόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυτόλιθος | οι | φυτόλιθοι |
γενική | του | φυτόλιθου & φυτολίθου |
των | φυτόλιθων & φυτολίθων |
αιτιατική | τον | φυτόλιθο | τους | φυτόλιθους & φυτολίθους |
κλητική | φυτόλιθε | φυτόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytolith < αρχαία ελληνική φυτόν (φυτό-) + λίθος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτόλιθος αρσενικό
- (αρχαιολογία, βοτανική) μικροσκοπικό φυτικό κατάλοιπο, που αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου η οξαλικό ασβέστιο (calcium oxalates) και αναπτύχθηκε στο κυτταρικό σύστημα των φυτών
- ※ H συμβολή των φυτολίθων στην αναγνώριση της χρήσης του χώρου στην προϊστορία: συγκριτική μελέτη ενός εθνογραφικού παραδείγματος και μιας νεολιθικής θέσης (didaktorika.gr)
- ※ Ο τρόπος που σχηματίζονται οι φυτόλιθοι είναι ο ακόλουθος. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διεργασίας, κατά την οποία τα φυτά απορροφούν με τις ρίζες τους το μονοξείδιο του πυριτίου (H4SiO4) που εμπεριέχεται στο νερό του εδάφους (διαλυτό πυρίτιο) και στη συνέχεια το μεταφέρουν μέσω του αγγειακού τους συστήματος στο υπόλοιπο σώμα (μίσχος, φύλλα, άνθη). (pdf@ikee.lib.auth.gr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτόλιθος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φυτό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)