χουντοβασιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χουντοβασιλικός < χούντα και βασιλικός (βασιλόφρονας)
Επίθετο[επεξεργασία]
χουντοβασιλικός, -ή, -ό
- ακροδεξιός που ήταν θιασώτης της συνεργασίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών και του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου
- ακροδεξιός, οπαδός της χούντας που ήταν ταυτόχρονα και βασιλόφρονας
- γενικά βρισιά της εποχής (1967-1985) για ακροδεξιά φασιστοειδή και φιλομοναρχικά στοιχεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χουντοβασιλικός
|