χρηστήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηστήριος < αρχαία ελληνική χρηστήριος < χράω
Επίθετο[επεξεργασία]
χρηστήριος
- ο σχετικός με το χρησμό του μαντείου
- που μπορεί κάποιος να τον χρησιμοποιήσει, ο χρήσιμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηστήριος
|