ψυχοβόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ψυχοβόρος, -α, -ο
- που σου «τρώει» την ψυχή, τη φθείρει
- Η Κλερ αποτελεί την πιο σύνθετη μορφή του μυθιστορήματος, έτσι όπως μετεωρίζεται ανάμεσα στο ψυχοβόρο πένθος και την οργή που είναι έτοιμη να αδικήσει. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψυχοφθόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοβόρος
|