ύπτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ύπτιος | η | ύπτια | το | ύπτιο |
γενική | του | ύπτιου | της | ύπτιας | του | ύπτιου |
αιτιατική | τον | ύπτιο | την | ύπτια | το | ύπτιο |
κλητική | ύπτιε | ύπτια | ύπτιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ύπτιοι | οι | ύπτιες | τα | ύπτια |
γενική | των | ύπτιων | των | ύπτιων | των | ύπτιων |
αιτιατική | τους | ύπτιους | τις | ύπτιες | τα | ύπτια |
κλητική | ύπτιοι | ύπτιες | ύπτια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ύπτιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕπτιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.pti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐πτι‐ος
- τονικό παρώνυμο: υπτίως
Επίθετο
[επεξεργασία]ύπτιος, -α, -ο
- με την πλάτη προς τα κάτω
- ≈ συνώνυμα: ανάσκελος
- ≠ αντώνυμα: μπρούμυτος, πρηνής
- (ουσιαστικοποιημένο) ύπτιο: στιλ κολύμβησης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε και τις λέξεις ανάσκελος και μπρούμυτος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)