ἑλκυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἑλκυσμός (καθαρεύουσα)
- o ελκυσμός
- (ιατρική) Ο επί τα άνω ελκυσμός τοΰ δέρματος πρό της τομής (Εγχειρίδιο Χειρουργικής 1853)
- ※ ..έτερον επίσης υψίστης κλινικής σπουδαιότητος σύμπτωμα είναι ο ελκυσμός, ο σχηματισμός δηλ. κοιλότητος κατά την εισπνοήν επί του επιγαστρίου.. (στο Σύγγραμμα περιοδικόν, 1908 τόμ. 30-31, σελ. 44)
- διαρπαγή, βία [1]
- (ιατρική) Ο επί τα άνω ελκυσμός τοΰ δέρματος πρό της τομής (Εγχειρίδιο Χειρουργικής 1853)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Σκαρλάτος Βυζάντιος, (1797 ή 1798 - 1878) - Λεξικόν επίτομαν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνησιν: Ανδρέας Κορομηλάς, 1839. σελ.399 @books.google
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑλκυσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑλκυσμός< ἑλκύω ἑλκυσ- + -μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἑλκυσμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ἑλκύω
Πηγές[επεξεργασία]
- ἑλκυσμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἑλκυσμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.240 Τόμος 5ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἑλκυσμός | οἱ | ἑλκυσμοί |
γενική | τοῦ | ἑλκυσμοῦ | τῶν | ἑλκυσμῶν |
δοτική | τῷ | ἑλκυσμῷ | τοῖς | ἑλκυσμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἑλκυσμόν | τοὺς | ἑλκυσμούς |
κλητική ὦ! | ἑλκυσμέ | ἑλκυσμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑλκυσμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑλκυσμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἑλκυσμός < ελληνιστική κοινή ἑλκύω ἑλκυσ- + -μός[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἑλκυσμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) το τράβηγμα, η έλξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ελκύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- ἑλκυσμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Ιατρική (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)