Fetzen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Fetzen die Fetzen
γενική des Fetzens der Fetzen
δοτική dem Fetzen den Fetzen
αιτιατική den Fetzen die Fetzen

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Fetzen (de) αρσενικό

  1. κουρέλι
  2. (Αυστρία) πολύ κακός βαθμός (στο σχολείο)