Sänger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Sänger | die | Sänger |
γενική | des | Sängers | der | Sänger |
δοτική | dem | Sänger | den | Sängern |
αιτιατική | den | Sänger | die | Sänger |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Sänger (de) αρσενικό (θηλυκό Sängerin)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Sänger αρσενικό ή θηλυκό