fetiales
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fetiales < fetialis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fetiales αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (νομικός όρος) φετιάλιοι, οι 20 ρωμαίοι ειρηνοδίκες ιερείς που κήρυτταν επίσημα την έναρξη ειρήνη, ανακωχής, συμμαχίας κ.λπ.
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fetialēs | |
γενική | fetialium | |
δοτική | fetialibus | |
αιτιατική | fetialēs | |
κλητική | fetialēs | |
αφαιρετική | fetialibus | |