flasco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flasco < φραγκική *flasko < πρωτογερμανική *flaskǭ (=δοχείο, φιάλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleḱ- (πλέκω, υφαίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flasco αρσενικό ή θηλυκό