reveal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɹəˈviːl/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
reveal reveals

reveal (en)

  1. η εξωτερική πλευρά ενός παράθυρου ή η κάσα πόρτας, το πλαίσιο
  2. η αποκάλυψη, το φανέρωμα, το ξεσκέπασμα
     συνώνυμα: revealation, revealment

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας reveal
γ΄ ενικό ενεστώτα reveals
αόριστος revealed
παθητική μετοχή revealed
ενεργητική μετοχή revealing

reveal (en)

  1. (μεταβατικό) αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω
     συνώνυμα: uncover, unfold, unveil
    The letters he had written to his daughter from prison revealed a lot about his life.
    Τα γράμματα που είχε γράψει στην κόρη του από τη φυλακή, φανέρωσαν πολλά για τη ζωή του.
  2. προδίδω, μαρτυρώ, δείχνω κάτι που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανεί
    His voice revealed discontent.
    Η φωνή του πρόδιδε δυσαρέσκεια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη give away

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]