évent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
évent | évents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
évent (fr) αρσενικό
- αναπνευστική οπή ενός κήτους, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του
- σωλήνας που επιτρέπει την εξαγωγή των αερίων ενός κινητήρα, μιας δεξαμενής, κ.α.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη éventer