Μετάβαση στο περιεχόμενο

évent

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
évent évents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

évent (fr) αρσενικό

  1. αναπνευστική οπή ενός κήτους, στο πάνω μέρος του κεφαλιού του
  2. σωλήνας που επιτρέπει την εξαγωγή των αερίων ενός κινητήρα, μιας δεξαμενής, κ.α.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη éventer