łatwość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | łatwość | łatwości |
γενική | łatwości | łatwości |
δοτική | łatwości | łatwościom |
αιτιατική | łatwość | łatwości |
οργανική | łatwością | łatwościami |
τοπική | łatwości | łatwościach |
κλητική | łatwości | łatwości |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- łatwość < łatwy
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łatwość (pl) θηλυκό