Αγοριανίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αγοριανίτισσα < Αγοριανίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣoɾ.ʝaˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γο‐ρια‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγοριανίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αγοριανίτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αγόριανη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αγοριανίτης
Αγοριανίτισσα
|