Αλαμανιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αλαμανιώτισσα < Αλαμανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.la.maˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λα‐μα‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αλαμανιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αλαμανιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αλαμάνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αλαμανιώτης
Αλαμανιώτισσα
|