Αμπελόκηποι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Αμπελόκηποι
      γενική των Αμπελόκηπων
Αμπελοκήπων
    αιτιατική τους Αμπελόκηπους
Αμπελοκήπους
     κλητική Αμπελόκηποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αμπελόκηποι < αμπελόκηποι, πληθυντικός αριθμός του αμπελόκηπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /am.beˈlo.ci.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μπε‐λό‐κη‐ποι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αμπελόκηποι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]