Ανδόρρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανδόρρα | ||
γενική | της | Ανδόρρας | ||
αιτιατική | την | Ανδόρρα | ||
κλητική | Ανδόρρα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ανδόρρα < καταλανική Andorra < andurrial (θαμνότοπος)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /anˈðo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐δόρ‐ρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανδόρρα θηλυκό
- (χώρα) (κρατίδιο) μη απλοποιημένη γραφή του Ανδόρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ανδόρρα
→ δείτε τη λέξη Ανδόρα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα καταλανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κρατίδια της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Κρατίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)