Ασσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασσίτης | οι | Ασσίτες |
γενική | του | Ασσίτη | των | Ασσιτών |
αιτιατική | τον | Ασσίτη | τους | Ασσίτες |
κλητική | Ασσίτη | Ασσίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ασσίτης αρσενικό, θηλυκό Ασσίτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που καταγόταν από την αιολική πόλη Άσσο της Τρωάδας στη Βόρεια Μικρασία