Βίδαβη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βίδαβη
      γενική της Βίδαβης
    αιτιατική τη Βίδαβη
     κλητική Βίδαβη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βίδαβη < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.ða.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βί‐δα‐βη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βίδαβη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 251 Α, 24 Ιουλίου 1930