Βιδαβιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βιδαβιώτισσα < Βιδαβιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.ðaˈvʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βι‐δα‐βιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βιδαβιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βιδαβιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Βίδαβη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βιδαβιώτης
Βιδαβιώτισσα
|